σχολαστικίζω

σχολαστικίζω
και σκολαστικίζω Ν
είμαι ή συμπεριφέρομαι σαν σχολαστικός, τηρώ τους τύπους ή ασχολούμαι με ανούσιες λεπτομέρειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολαστικός. Το ρ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχολαστικίζω — είμαι σχολαστικός ή συμπεριφέρομαι σαν σχολαστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχολαστικισμός — Οι πρώτες απόπειρες πραγματικής φιλοσοφικοθρησκευτικής έρευνας στη Δύση, μετά την πτώση του αρχαίου πολιτισμού, έγιναν μόλις κατά τον 9o αι., μέσα στα πλαίσια της καρολίγγειας αναγέννησης. Ο σημαντικότερος πνευματικός καρπός της περιόδου αυτής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”